στρίγγα

στρίγγα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 40-50 περίπου είδη ποών, που είναι ιθαγενή, κυρίως, τών τροπικών περιοχών τού Παλαιού Κόσμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στριγγίζω — ΝΜ και στριγκίζω Ν, και οτρεγγίζω Μ στριγγλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρίγξ*, στρίγγα «κουκουβάγια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”