- στρίγγα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 40-50 περίπου είδη ποών, που είναι ιθαγενή, κυρίως, τών τροπικών περιοχών τού Παλαιού Κόσμου.
Dictionary of Greek. 2013.